- μονόγληνος
- μονόγληνος και επικ. τ. μουνόγληνος, -ον (Α)αυτός που έχει έναν μόνο οφθαλμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -γληνος (< γλήνη «κόρη οφθαλμού»), πρβλ. μελίγληνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονόγληνος — one eyed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονογλήνοιο — μονόγληνος one eyed masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονογλήνου — μονόγληνος one eyed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek